ΑΝΔΡΕΑΣ ΡΟΔΙΝΟΣ, λύρα
Ρέθυμνο 1912-1934
Με αστική καταγωγή και μόρφωση, από την καρδιά του Ρεθύμνου με καταγωγή από το Ατσιπόπουλο και τα Φραντζεσκιανά Μετόχια, είχε από πολύ νωρίς μελετήσει και διατρέξει τις επιρροές στην κρητική μούσα από τη δυτικότροπη μουσική παράδοση της Ενετοκρατίας και της Επτανησιακής Σχολής, ενώ κιόλας από την εφηβική του ηλικία, πλήρης κάτοχος της τεχνικής της λύρας, έχοντας ξεσκολίσει το μουσικό αναλόγιο του τότε ξακρισμένου μουσικά κόσμου της Κρήτης.
Ξέχωρα από την πολυγνωσία του σε νεαρή ηλικία, υπάρχει στον Ροδινό η ικανότητα, όπως διαφαίνεται από τα σωζόμενα ακούσματα, υπάρχει η ευχέρειας σ΄ αυτό που ονομάζουμε «να δέσει μεταξύ τους τα γυρίσματα», κι αυτή τη δυσκολία να διαμορφώσει τα κομμάτια του, να τους δώσει οριστική φόρμα και μορφή, την αντιπαρέρχεται ο Ροδινός μαγικά, γι' αυτό παραμένουν αψεγάδιαστες κι ασύγκριτες, εκείνες οι πρώτες του ηχογραφήσεις.
Όλες οι εγγραφές στην περίοδο των αρχών της δεκαετίας του 1930 υποφέρουν από την έλλειψη τεχνικών μέσων αλλά και συνάμα οι περισσότερες δεν είναι άρτια μουσικά κομμάτια. Χωλαίνουν σε κάποια σημεία, ιδίως προς τη ρυθμική τους ανάπτυξη.
Και σ’ αυτό το σημείο ξεχώρισε ο Ανδρέας Ροδινός. Παρά τη δυσκολία των συνθηκών ηχογράφησης, γίνεται λόγος για κομπρέσες και ρίγη, μ’ εκδηλωμένη στο τελευταίο στάδιο τη φυματίωση, οπωσδήποτε εξασθενημένος και όχι κάτω από φυσιολογικές συνθήκες, κατάφερε να καταθέσει κάποια ελάχιστα δείγματα της μεγαλοφυΐας του, με κατασταλαγμένες βαθιά μέσα του, κοντά στην οριστική - τελειωτική τους μορφή, μελωδίες.
Ο Ανδρέας Ροδινός, δεν ήταν απλά λυράρης για τις ανάγκες ενός γλεντιού, μιας χοροεσπερίδας, ενός γάμου. Είχε μια ευρύτερη παιδεία, είχε τη γνώση και το ταλέντο, να πειραματιστεί και να καταλήξει σε μια οριστική διαμόρφωση μουσικών προτύπων, θέτοντας τον θεμέλιο λίθο της κρητικής μουσικής στο σύγχρονο κόσμο. Αυτό επιχειρούσε από την πρώτη του νεότητα, δουλεύοντας μεθοδικά και σε βάθος. Δυστυχώς δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο του.
Αυτός ο σπαραχτικός τόνος, αυτό το τσάκισμα και το λύγισμα του δοξαριού πάνω στον ρυθμικό αντίλαλο, το παράπονο και η υπερηφάνεια, το δάκρυ και ο πόνος, μα και η αποκοτιά και το πείσμα, ο λυρισμός μιας ασύγκριτης γέννας που ξεπερνά την ανθρώπινη φύση και δίνει στον άνθρωπο τη μέγιστη καλλιτεχνική ώθηση να φτάσει να γίνει κοινωνός μεγάλων και τρανών ψυχικών διαλογισμών.
Όλα αυτά συνετέλεσαν σε μια πρωτοφανή έκρηξη αποδοχής από το σύνολο του πληθυσμού της Κρήτης, του πρώτου και δυστυχώς τελευταίου έργου του Ροδινού, όταν το 1933 οι πλάκες του γραμμόφωνου, γέμισαν μουσικές ζωγραφιές τα χωριά και τις πολιτείες της Κρήτης.
Πηγή: Παπαδάκης Μανώλης,2002, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΣΤΟΝ ΕΙΚΟΣΤΟ ΑΙΩΝΑ